Της Ευαγγελίας Πετρουγάκη*
΄Οσο κι αν φαίνεται περίεργο, η μόδα ισχύει ακόμα και για τη γλώσσα. Φαίνεται πως κι αυτή ντύνεται, σύμφωνα «με την τελευταία λέξη της μόδας». Το φαινόμενο μάλιστα αυτό δεν είναι καινούργιο. Εμφανίζεται από αρχαιοτάτων χρόνων και σχετίζεται άμεσα με τις προτιμήσεις, τα βιώματα, τις συνήθειες και την κοινωνική πραγματικότητα μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής.
Σύμφωνα λοιπόν με τις τάσεις ή τις μόδες της γλώσσας, κάποιες λέξεις έρχονται στο προσκήνιο για ορισμένο διάστημα, χρησιμοποιούνται κατά κόρον κι έπειτα, όπως όλες οι μόδες, ξεχνιούνται.
Κάποτε μάλιστα ανασύρονται λέξεις ή εκφράσεις αρχαιοπινείς ή δημιουργούνται νεολογισμοί, άλλοτε επιτυχημένοι και άλλοτε όχι, προσαρμοσμένοι στις ανάγκες της επικαιρότητας.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα π.χ. για ευνόητους λόγους είναι της μόδας οι όροι, οι οποίοι έχουν σχέση με την οικονομία και την οικονομική κρίση. Έτσι, οι πάντες σήμερα, επώνυμοι και ανώνυμοι, στους δρόμους, στα σπίτια, στα καφενεία, αλλά κυρίως όσοι έχουν πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προβαίνουν σε αναλύσεις επί αναλύσεων, με θαυμαστή σοβαροφάνεια, ως άριστοι οικονομολόγοι, με αλάνθαστη, όπως πιστεύουν, άποψη για τη σωτηρία της χώρας! Απ’ το πρωί ως το βράδυ μας κατακλύζουν με ομόλογα, ονομαστικές αξίες, ελλείμματα, ανατροπές, διευθετήσεις, επιμηκύνσεις, αναδιαρθρώσεις, απομειώσεις αλλά και με την περίφημη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Σε καθημερινή χρήση πλέον, και το τόσο αρνητικά φορτισμένο, τουρκικής προέλευσης χαράτσι, που φαίνεται να εξοβελίζει τις ελληνικές έκτακτες εισφορές, ανάλογα με την οπτική και την ένταση της συναισθηματικής κατάστασης του ομιλητή.
Μα οι μεγάλες σταρ, θα μπορούσαμε να πούμε, των λέξεων σήμερα είναι οι σύνθετες με πρώτο συνθετικό το φορο-, όπως φοροαυξήσεις, φοροεισπράξεις, φοροεπιβάρυνση, φοροκαταιγίδα, φοροτσουνάμι, φοροκεραμίδα, φοροδιαφυγή, φορομπλόκο, φοροτσιμπίδα, αλλά και η πολυπόθητη φοροαπαλλαγή. Εντωμεταξύ ξεχάσαμε την ευρωευφορία, την ευρωαισιοδοξία, τις ευρωνίκες, τις ευρωδιακρίσεις, τις ευρωανάσες, το ευρωφαγοπότι και μας έμειναν οι ευρωαπάτες, τα ευρωφιάσκα, οι ευρωκαταδίκες τα ευρωπρόστιμα, οι ευρωεπεμβάσεις, οι ευρωγκρίνιες και για την ώρα η ευρωζώνη. Τα σύνθετα της μόδας, πολλά από τα οποία είναι ομολογουμένως πολύ ευρηματικά, με ολοφάνερη τη σατιρική διάθεση.
Αλλά η έκφραση με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στο γραπτό και τον προφορικό λόγο, τον τελευταίο καιρό, είναι το περίφημο «κούρεμα» του χρέους. Ενώ πιο σπάνια, ως όνειρο θερινής νυκτός, ακούγεται και «η διαγραφή των χρεών». Κάποιοι μάλιστα, θυμήθηκαν κι εκείνη την αρχαία λέξη, τη «σεισάχθεια». Μια λέξη που φτιάχτηκε, για να χαρακτηρίσει τα μέτρα, που έλαβε ο σοφός νομοθέτης Σόλων, για να αντιμετωπίσει μια μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση στην Αθήνα του 6ου π.χ. αι. Δυστυχώς στην ελληνική ιστορία, κι αυτού του είδους οι κρίσεις είναι διαχρονικές.
Νομίζω όμως πως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τι ακριβώς συνέβη στην αρχαία Αθήνα και γιατί αναγκάστηκαν να λάβουν δραστικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν και η σεισάχθεια. Σεισάχθεια, από το σείω το άχθος, δηλαδή ανακουφίζω από το βάρος του χρέους. Και είναι αλήθεια ότι και τότε το δυσβάσταχτο χρέος το σήκωναν στους ώμους τους οι φτωχότερες τάξεις, που, όταν οι χρονιές ήταν κακές, αναγκάζονταν να δανείζονται από τους πλούσιους γαιοκτήμονες, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ως γνωστόν, τα καταναλωτικά δάνεια, τα εορτοδάνεια και άλλα παρόμοια είναι εφεύρεση της εποχής μας. Εκείνοι αναγκάζονταν για λόγους επιβίωσης να δανείζονται υποθηκεύοντας όχι μόνο την περιουσία τους, αλλά και τα σώματά τους. Έτσι όμως μπορούσαν να καταντήσουν από ελεύθεροι πολίτες, δούλοι των δανειστών τους. Και πράγματι πολλοί έχαναν τις περιουσίες τους και αναγκάζονταν να πουλούν ακόμη και τα παιδιά τους. Άλλοι προτιμούσαν να ξενιτεύονται, εξ αιτίας της σκληρότητας των δανειστών. (Πολλοί δε και παίδας ιδίους ηναγκάζοντο πωλείν και την πόλιν φεύγειν διά την χαλεπότητα των δανειστών, Πλουτάρχου, Σόλων, xiii).
Με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση χειροτέρευε, με αποτέλεσμα όλος ο απλός λαός να χρωστάει στους πλούσιους και να μην μπορεί να τους πληρώσει. (Άπας γαρ ο δήμος ην υπόχρεως των πλουσίων). Άρχισαν οι αναταραχές και υπήρχε κίνδυνος εμφύλιας διαμάχης. Μπροστά σ’ αυτήν την επικίνδυνη εξέλιξη, συμφώνησαν όλα τα κόμματα, οι «Πεδινοί», (ολιγαρχικοί πλούσιοι αριστοκράτες), οι «Πάραλοι» (κεντρώους θα τους λέγαμε σήμερα) και οι «Διάκριοι» (δημοκρατικοί μικρογαιοκτήμονες και ακτήμονες), να παραδώσουν την εξουσία σ’ έναν έντιμο και ικανό συμπολίτη τους, τον Σόλωνα, τον οποίο εμπιστεύονταν όλοι, ώστε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του πολιτεύματος. Θεώρησαν, βλέπετε, τη σωτηρία της πατρίδας τους, καθήκον ανώτερο από το στενό, κομματικό τους συμφέρον.
Αλλά και όλες οι κοινωνικές τάξεις δέχτηκαν τελικά μια συμβιβαστική λύση. Έγινε διαγραφή των χρεών (σεισάχθεια), ελευθερώθηκαν όσοι είχαν γίνει δούλοι, αλλά δεν έγινε αναδασμός της γης, όπως ζητούσαν οι φτωχότερες τάξεις. Καμιά κοινωνική τάξη δεν ικανοποιήθηκε απόλυτα με τα μέτρα αυτά, αλλά τελικά οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τα δεχτούν, για να αποφύγουν τα χειρότερα. Προείχε γι’ αυτούς η σωτηρία της πατρίδας τους. Εξάλλου, όπως έλεγε και ο ίδιος ο Σόλωνας «Έργμασι γαρ εν μεγάλοις, πάσιν αδείν χαλεπόν», δηλαδή, όταν ασχολείσαι με μεγάλα έργα, είναι αδύνατον να αρέσεις σε όλους. Αλλά, για να υπάρξει λύση πρέπει να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και να βρεθεί τρόπος συνεννόησης. Αυτό ακριβώς συνέβη στην αρχαία Αθήνα κι έτσι επανήλθε η κοινωνική γαλήνη. Τότε ο Σόλωνας ως γνήσιος πατριώτης παρέδωσε, χωρίς να εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος την εξουσία. Μάλιστα, όταν οι συμπολίτες του έμαθαν ότι εξαιτίας των μέτρων που έλαβε, έχασε και ο ίδιος ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που είχε δανείσει, (πέντε ή κατ’ άλλους δεκαπέντε τάλαντα) τον εκτίμησαν περισσότερο και από τότε εδραιώθηκε η φήμη του, ως σοφού και μεγάλου νομοθέτη.
Η ιστορία διδάσκει όσους έχουν διάθεση να διδαχτούν από τις ορθές αποφάσεις, αλλά και από τα σφάλματα των περασμένων γενεών. Οι κρίσεις, μικρές ή μεγάλες δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία των διαφόρων κρατών. Η υπέρβαση τους όμως, ανεξάρτητα από τα αίτια που τις προκάλεσαν, εξαρτάται από τον τρόπο αντιμετώπισης, από τη συνεργασία και την ομοψυχία των κοινωνιών, οι οποίες τις υφίστανται. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πιο οδυνηρές απώλειες γα την πατρίδα μας ήταν αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας και του διχασμού. Οπωσδήποτε ο θυμός, όσο δικαιολογημένος κι αν είναι, ο φανατισμός και οι εγωιστικές φιλοδοξίες είναι οι χειρότεροι σύμβουλοι. Και βέβαια καμιά βοήθεια δεν μπορεί να προσφέρει η ακατάσχετη φλυαρία της εποχής μας, από την οποία λείπει ο ουσιαστικός και τεκμηριωμένος λόγος, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε μια γόνιμη έξοδο από την κρίση και σε ένα χρήσιμο αναστοχασμό της κοινής ευθύνης, χωρίς δημαγωγίες. Μόνο αν αφήσουμε οριστικά πίσω μας τις εμμονές και τις διαιρέσεις του παρελθόντος, μπορεί μετά από μια σκληρή περίοδο μεγάλων θυσιών και αυτογνωσίας να ξαναβρούμε το σωστό βηματισμό. Και ποιος ξέρει, αντί για τις λέξεις- εφιάλτες που μας συνοδεύουν σήμερα, όπως παρακμή, ανεργία, στάση πληρωμών, πτώχευση, και όλα τα παράγωγα των φόρων και της εφορίας, μπορεί να γίνουν της μόδας η αειφορία και η ευφορία.
Προς το παρόν, το σκάφος της πατρίδας μας εξακολουθεί να κλυδωνίζεται μέσα στ’ αγριεμένα κύματα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης. Θα τα καταφέρει κι αυτή τη φορά; Μπορεί φτάνει να το πιστέψουμε. Καλό είναι να μη χάνουμε την ελπίδες μας. Εξάλλου, όπως λέει και ο μεγάλος μας ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης τούτο το «Τρελοβάπορο»
«Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
Χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
Μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε»
* Η Ευαγγελία Πετρουγάκη είναι φιλόλογος
΄Οσο κι αν φαίνεται περίεργο, η μόδα ισχύει ακόμα και για τη γλώσσα. Φαίνεται πως κι αυτή ντύνεται, σύμφωνα «με την τελευταία λέξη της μόδας». Το φαινόμενο μάλιστα αυτό δεν είναι καινούργιο. Εμφανίζεται από αρχαιοτάτων χρόνων και σχετίζεται άμεσα με τις προτιμήσεις, τα βιώματα, τις συνήθειες και την κοινωνική πραγματικότητα μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής.
Σύμφωνα λοιπόν με τις τάσεις ή τις μόδες της γλώσσας, κάποιες λέξεις έρχονται στο προσκήνιο για ορισμένο διάστημα, χρησιμοποιούνται κατά κόρον κι έπειτα, όπως όλες οι μόδες, ξεχνιούνται.
Κάποτε μάλιστα ανασύρονται λέξεις ή εκφράσεις αρχαιοπινείς ή δημιουργούνται νεολογισμοί, άλλοτε επιτυχημένοι και άλλοτε όχι, προσαρμοσμένοι στις ανάγκες της επικαιρότητας.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα π.χ. για ευνόητους λόγους είναι της μόδας οι όροι, οι οποίοι έχουν σχέση με την οικονομία και την οικονομική κρίση. Έτσι, οι πάντες σήμερα, επώνυμοι και ανώνυμοι, στους δρόμους, στα σπίτια, στα καφενεία, αλλά κυρίως όσοι έχουν πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προβαίνουν σε αναλύσεις επί αναλύσεων, με θαυμαστή σοβαροφάνεια, ως άριστοι οικονομολόγοι, με αλάνθαστη, όπως πιστεύουν, άποψη για τη σωτηρία της χώρας! Απ’ το πρωί ως το βράδυ μας κατακλύζουν με ομόλογα, ονομαστικές αξίες, ελλείμματα, ανατροπές, διευθετήσεις, επιμηκύνσεις, αναδιαρθρώσεις, απομειώσεις αλλά και με την περίφημη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Σε καθημερινή χρήση πλέον, και το τόσο αρνητικά φορτισμένο, τουρκικής προέλευσης χαράτσι, που φαίνεται να εξοβελίζει τις ελληνικές έκτακτες εισφορές, ανάλογα με την οπτική και την ένταση της συναισθηματικής κατάστασης του ομιλητή.
Μα οι μεγάλες σταρ, θα μπορούσαμε να πούμε, των λέξεων σήμερα είναι οι σύνθετες με πρώτο συνθετικό το φορο-, όπως φοροαυξήσεις, φοροεισπράξεις, φοροεπιβάρυνση, φοροκαταιγίδα, φοροτσουνάμι, φοροκεραμίδα, φοροδιαφυγή, φορομπλόκο, φοροτσιμπίδα, αλλά και η πολυπόθητη φοροαπαλλαγή. Εντωμεταξύ ξεχάσαμε την ευρωευφορία, την ευρωαισιοδοξία, τις ευρωνίκες, τις ευρωδιακρίσεις, τις ευρωανάσες, το ευρωφαγοπότι και μας έμειναν οι ευρωαπάτες, τα ευρωφιάσκα, οι ευρωκαταδίκες τα ευρωπρόστιμα, οι ευρωεπεμβάσεις, οι ευρωγκρίνιες και για την ώρα η ευρωζώνη. Τα σύνθετα της μόδας, πολλά από τα οποία είναι ομολογουμένως πολύ ευρηματικά, με ολοφάνερη τη σατιρική διάθεση.
Αλλά η έκφραση με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στο γραπτό και τον προφορικό λόγο, τον τελευταίο καιρό, είναι το περίφημο «κούρεμα» του χρέους. Ενώ πιο σπάνια, ως όνειρο θερινής νυκτός, ακούγεται και «η διαγραφή των χρεών». Κάποιοι μάλιστα, θυμήθηκαν κι εκείνη την αρχαία λέξη, τη «σεισάχθεια». Μια λέξη που φτιάχτηκε, για να χαρακτηρίσει τα μέτρα, που έλαβε ο σοφός νομοθέτης Σόλων, για να αντιμετωπίσει μια μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση στην Αθήνα του 6ου π.χ. αι. Δυστυχώς στην ελληνική ιστορία, κι αυτού του είδους οι κρίσεις είναι διαχρονικές.
Νομίζω όμως πως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τι ακριβώς συνέβη στην αρχαία Αθήνα και γιατί αναγκάστηκαν να λάβουν δραστικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν και η σεισάχθεια. Σεισάχθεια, από το σείω το άχθος, δηλαδή ανακουφίζω από το βάρος του χρέους. Και είναι αλήθεια ότι και τότε το δυσβάσταχτο χρέος το σήκωναν στους ώμους τους οι φτωχότερες τάξεις, που, όταν οι χρονιές ήταν κακές, αναγκάζονταν να δανείζονται από τους πλούσιους γαιοκτήμονες, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ως γνωστόν, τα καταναλωτικά δάνεια, τα εορτοδάνεια και άλλα παρόμοια είναι εφεύρεση της εποχής μας. Εκείνοι αναγκάζονταν για λόγους επιβίωσης να δανείζονται υποθηκεύοντας όχι μόνο την περιουσία τους, αλλά και τα σώματά τους. Έτσι όμως μπορούσαν να καταντήσουν από ελεύθεροι πολίτες, δούλοι των δανειστών τους. Και πράγματι πολλοί έχαναν τις περιουσίες τους και αναγκάζονταν να πουλούν ακόμη και τα παιδιά τους. Άλλοι προτιμούσαν να ξενιτεύονται, εξ αιτίας της σκληρότητας των δανειστών. (Πολλοί δε και παίδας ιδίους ηναγκάζοντο πωλείν και την πόλιν φεύγειν διά την χαλεπότητα των δανειστών, Πλουτάρχου, Σόλων, xiii).
Με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση χειροτέρευε, με αποτέλεσμα όλος ο απλός λαός να χρωστάει στους πλούσιους και να μην μπορεί να τους πληρώσει. (Άπας γαρ ο δήμος ην υπόχρεως των πλουσίων). Άρχισαν οι αναταραχές και υπήρχε κίνδυνος εμφύλιας διαμάχης. Μπροστά σ’ αυτήν την επικίνδυνη εξέλιξη, συμφώνησαν όλα τα κόμματα, οι «Πεδινοί», (ολιγαρχικοί πλούσιοι αριστοκράτες), οι «Πάραλοι» (κεντρώους θα τους λέγαμε σήμερα) και οι «Διάκριοι» (δημοκρατικοί μικρογαιοκτήμονες και ακτήμονες), να παραδώσουν την εξουσία σ’ έναν έντιμο και ικανό συμπολίτη τους, τον Σόλωνα, τον οποίο εμπιστεύονταν όλοι, ώστε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του πολιτεύματος. Θεώρησαν, βλέπετε, τη σωτηρία της πατρίδας τους, καθήκον ανώτερο από το στενό, κομματικό τους συμφέρον.
Αλλά και όλες οι κοινωνικές τάξεις δέχτηκαν τελικά μια συμβιβαστική λύση. Έγινε διαγραφή των χρεών (σεισάχθεια), ελευθερώθηκαν όσοι είχαν γίνει δούλοι, αλλά δεν έγινε αναδασμός της γης, όπως ζητούσαν οι φτωχότερες τάξεις. Καμιά κοινωνική τάξη δεν ικανοποιήθηκε απόλυτα με τα μέτρα αυτά, αλλά τελικά οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τα δεχτούν, για να αποφύγουν τα χειρότερα. Προείχε γι’ αυτούς η σωτηρία της πατρίδας τους. Εξάλλου, όπως έλεγε και ο ίδιος ο Σόλωνας «Έργμασι γαρ εν μεγάλοις, πάσιν αδείν χαλεπόν», δηλαδή, όταν ασχολείσαι με μεγάλα έργα, είναι αδύνατον να αρέσεις σε όλους. Αλλά, για να υπάρξει λύση πρέπει να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και να βρεθεί τρόπος συνεννόησης. Αυτό ακριβώς συνέβη στην αρχαία Αθήνα κι έτσι επανήλθε η κοινωνική γαλήνη. Τότε ο Σόλωνας ως γνήσιος πατριώτης παρέδωσε, χωρίς να εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος την εξουσία. Μάλιστα, όταν οι συμπολίτες του έμαθαν ότι εξαιτίας των μέτρων που έλαβε, έχασε και ο ίδιος ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που είχε δανείσει, (πέντε ή κατ’ άλλους δεκαπέντε τάλαντα) τον εκτίμησαν περισσότερο και από τότε εδραιώθηκε η φήμη του, ως σοφού και μεγάλου νομοθέτη.
Η ιστορία διδάσκει όσους έχουν διάθεση να διδαχτούν από τις ορθές αποφάσεις, αλλά και από τα σφάλματα των περασμένων γενεών. Οι κρίσεις, μικρές ή μεγάλες δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία των διαφόρων κρατών. Η υπέρβαση τους όμως, ανεξάρτητα από τα αίτια που τις προκάλεσαν, εξαρτάται από τον τρόπο αντιμετώπισης, από τη συνεργασία και την ομοψυχία των κοινωνιών, οι οποίες τις υφίστανται. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πιο οδυνηρές απώλειες γα την πατρίδα μας ήταν αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας και του διχασμού. Οπωσδήποτε ο θυμός, όσο δικαιολογημένος κι αν είναι, ο φανατισμός και οι εγωιστικές φιλοδοξίες είναι οι χειρότεροι σύμβουλοι. Και βέβαια καμιά βοήθεια δεν μπορεί να προσφέρει η ακατάσχετη φλυαρία της εποχής μας, από την οποία λείπει ο ουσιαστικός και τεκμηριωμένος λόγος, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε μια γόνιμη έξοδο από την κρίση και σε ένα χρήσιμο αναστοχασμό της κοινής ευθύνης, χωρίς δημαγωγίες. Μόνο αν αφήσουμε οριστικά πίσω μας τις εμμονές και τις διαιρέσεις του παρελθόντος, μπορεί μετά από μια σκληρή περίοδο μεγάλων θυσιών και αυτογνωσίας να ξαναβρούμε το σωστό βηματισμό. Και ποιος ξέρει, αντί για τις λέξεις- εφιάλτες που μας συνοδεύουν σήμερα, όπως παρακμή, ανεργία, στάση πληρωμών, πτώχευση, και όλα τα παράγωγα των φόρων και της εφορίας, μπορεί να γίνουν της μόδας η αειφορία και η ευφορία.
Προς το παρόν, το σκάφος της πατρίδας μας εξακολουθεί να κλυδωνίζεται μέσα στ’ αγριεμένα κύματα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης. Θα τα καταφέρει κι αυτή τη φορά; Μπορεί φτάνει να το πιστέψουμε. Καλό είναι να μη χάνουμε την ελπίδες μας. Εξάλλου, όπως λέει και ο μεγάλος μας ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης τούτο το «Τρελοβάπορο»
«Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
Χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
Μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε»
* Η Ευαγγελία Πετρουγάκη είναι φιλόλογος
πηγή: patris.gr