Οι γονείς μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Πόλη. Έζησαν μικρά παιδιά τα Σεπτεμβριανά του ΄55 και τις αυθημερόν απελάσεις του ΄64. Μου τα διηγούνταν όταν ήμουνα κι εγώ μικρό παιδί. Με τον τρόπο τους ο καθένας κι απ’ τη σκοπιά που τα βίωσε. Θυμάμαι, μερικές φορές στην κουβέντα αυτή να μπαίνει κι η γιαγιά μου.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι αν η τηλεοπτική Λωξάντρα δεν ήταν η Μπέτυ Βαλάση θα ήταν η γιαγιά μου. Έφυγε κι αυτή το ‘64 μέσα σε μια μέρα από την Πόλη της. Θυμάμαι ότι προσπαθούσε να με πείσει ότι δεν πρέπει να έχω αρνητικά συναισθήματα για έναν λαό συνολικά, επειδή οι ηγεσίες του φέρθηκαν όπως φέρθηκαν στην οικογένειά μου, αλλά και στους Έλληνες γενικώς. Μου έλεγε ότι και οι δικοί μας πολιτικοί ηγέτες δεν ήταν «αρνάκια». Κι ότι άλλο πράγμα ο λαός κι άλλοι οι ηγεσίες. Δίπλα της παρακολουθούσε μερικές φορές ο παππούς μου. Κι όταν εκείνη έφευγε-ως άλλη Λωξάντρα δεν πολυσήκωνε συζητήσεις για τις απόψεις της- έσκυβε στο αυτί μου και μου έλεγε με αυτό το βαρύ και παρατεταμένο «λάμδα» των Κωνσταντινουπολιτών: «Καλά κάνεις κι ακούς τη γιαγιά σου αλλά άκου και μένα. Κάνε Τούρκο φίλο, κράτα κι ένα ξύλο».
Για να είμαι ειλικρινής, η γιαγιά μου δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου με την Τουρκία και τους Τούρκους δεν τα πήγαινα και πολύ καλά. Ακόμα και κάποιους οικογενειακούς φίλους από την γειτονική μας χώρα τους αντιμετώπιζα με μια υφέρπουσα καχυποψία πάντα. Υπερβολές, θα πει κάποιος και θα συμφωνήσω απόλυτα. Αλλά τα συναισθήματα δεν ελέγχονται εύκολα.
Εκεί που δεν πρόκειται να συμφωνήσω ποτέ είναι με την άποψη ότι αυτή η πολυσυζητημένη «Ελληνοτουρκική φιλία» μπορεί να είναι ρεαλιστικός στόχος. Ότι μπορεί κάποτε στο μέλλον η χώρα μας και οι «απέναντι» να γίνουν πραγματικοί φίλοι και συνεργάτες. Έχω συμμετάσχει σε ατέλειωτες συζητήσεις με θιασώτες αυτής της άποψης κι έχω ακούσει αμέτρητα επιχειρήματα κι ακόμα περισσότερες κραυγές. Δεν με έπεισαν καθόλου. Φαντάζομαι δεν τους έπεισα ούτε κι εγω.
Οφείλω να πω όμως ότι η αποκάλυψη από τα χείλη του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ ότι Τούρκοι πράκτορες έβαζαν φωτιές στα ελληνικά δάση τη δεκαετία του ΄90 καθόλου δεν με εξέπληξε. Κι αν μετά το σάλο που προκάλεσαν αυτές οι δηλώσεις, οι «απέναντι» επιχειρήσουν να τις μαζέψουν ή να τις διαψεύσουν επίσης δεν θα εκπλαγώ.
Αυτοί που εξεπλάγησαν είναι νομίζω εκείνοι που πρέπει να προβληματιστούν περισσότερο για τις προοπτικές και τις δυνατότητες προσέγγισης των δυο κρατών. Για μένα προσωπικά, τέτοιες ούτε υπήρξαν ούτε θα υπάρξουν ποτέ.
Γράφει ο Σωτήρης Ξενάκης, protagon
Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι αν η τηλεοπτική Λωξάντρα δεν ήταν η Μπέτυ Βαλάση θα ήταν η γιαγιά μου. Έφυγε κι αυτή το ‘64 μέσα σε μια μέρα από την Πόλη της. Θυμάμαι ότι προσπαθούσε να με πείσει ότι δεν πρέπει να έχω αρνητικά συναισθήματα για έναν λαό συνολικά, επειδή οι ηγεσίες του φέρθηκαν όπως φέρθηκαν στην οικογένειά μου, αλλά και στους Έλληνες γενικώς. Μου έλεγε ότι και οι δικοί μας πολιτικοί ηγέτες δεν ήταν «αρνάκια». Κι ότι άλλο πράγμα ο λαός κι άλλοι οι ηγεσίες. Δίπλα της παρακολουθούσε μερικές φορές ο παππούς μου. Κι όταν εκείνη έφευγε-ως άλλη Λωξάντρα δεν πολυσήκωνε συζητήσεις για τις απόψεις της- έσκυβε στο αυτί μου και μου έλεγε με αυτό το βαρύ και παρατεταμένο «λάμδα» των Κωνσταντινουπολιτών: «Καλά κάνεις κι ακούς τη γιαγιά σου αλλά άκου και μένα. Κάνε Τούρκο φίλο, κράτα κι ένα ξύλο».
Για να είμαι ειλικρινής, η γιαγιά μου δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου με την Τουρκία και τους Τούρκους δεν τα πήγαινα και πολύ καλά. Ακόμα και κάποιους οικογενειακούς φίλους από την γειτονική μας χώρα τους αντιμετώπιζα με μια υφέρπουσα καχυποψία πάντα. Υπερβολές, θα πει κάποιος και θα συμφωνήσω απόλυτα. Αλλά τα συναισθήματα δεν ελέγχονται εύκολα.
Εκεί που δεν πρόκειται να συμφωνήσω ποτέ είναι με την άποψη ότι αυτή η πολυσυζητημένη «Ελληνοτουρκική φιλία» μπορεί να είναι ρεαλιστικός στόχος. Ότι μπορεί κάποτε στο μέλλον η χώρα μας και οι «απέναντι» να γίνουν πραγματικοί φίλοι και συνεργάτες. Έχω συμμετάσχει σε ατέλειωτες συζητήσεις με θιασώτες αυτής της άποψης κι έχω ακούσει αμέτρητα επιχειρήματα κι ακόμα περισσότερες κραυγές. Δεν με έπεισαν καθόλου. Φαντάζομαι δεν τους έπεισα ούτε κι εγω.
Οφείλω να πω όμως ότι η αποκάλυψη από τα χείλη του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ ότι Τούρκοι πράκτορες έβαζαν φωτιές στα ελληνικά δάση τη δεκαετία του ΄90 καθόλου δεν με εξέπληξε. Κι αν μετά το σάλο που προκάλεσαν αυτές οι δηλώσεις, οι «απέναντι» επιχειρήσουν να τις μαζέψουν ή να τις διαψεύσουν επίσης δεν θα εκπλαγώ.
Αυτοί που εξεπλάγησαν είναι νομίζω εκείνοι που πρέπει να προβληματιστούν περισσότερο για τις προοπτικές και τις δυνατότητες προσέγγισης των δυο κρατών. Για μένα προσωπικά, τέτοιες ούτε υπήρξαν ούτε θα υπάρξουν ποτέ.
Γράφει ο Σωτήρης Ξενάκης, protagon