του Κωστή Χατζημιχάλη
Μια κρίσιμη πτυχή της κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια και έχει λιγότερο συζητηθεί είναι οι δυσκολίες στη δόμηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης,
πέρα από τους ψευδεπίγραφους και υποκριτικούς λόγους των πολιτικών, της Ε.Ε., της τρόικας, του ESF κ.λπ. Γιατί οι εργαζόμενοι στην ευρωζώνη, τα συνδικάτα, τα προοδευτικά κόμματα αλλά και συνάδελφοι ακαδημαϊκοί δεν δείχνουν ουσιαστικότερη αλληλεγγύη; Οι αιτίες είναι πολλές και απαιτούν εκτεταμένες αναλύσεις. Βασική συνιστώσα αποτελεί σίγουρα ο λόγος περί της κρίσης και ο χειρισμός του από την αστική προπαγάνδα και τα μέσα ενημέρωσης. Πώς, π.χ., ο λόγος για την κρίση στην ευρωζώνη έχει «αποκαθαρθεί» από ενοχλητικές για το κεφάλαιο και τις ελίτ έννοιες και έχει μεταθέσει την ευθύνη της κρίσης στα θύματα της.
Κάτι που πρέπει να προστεθεί στη παραπάνω συζήτηση είναι η διαπίστωση ότι η ευρωζώνη αποτελεί το πεδίο διαμόρφωσης ενός νέου άνισου χώρου, ο οποίος είναι ζωτικός για την αναπαραγωγή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η ευρωζώνη, ως παραγωγή ενός νέου χώρου, μας αποκρύπτει αρκετές συνέπειες και δημιουργεί σημαντικές αντιφάσεις, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη τη συζήτηση γύρω από τη χωροκοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη και την εφαρμογή της σε επίπεδο ευρωζώνης. Τρεις επισημάνσεις έχουν σημασία.
Πρώτον, η ευρωζώνη αποτελεί μια αναπαράσταση του χώρου ενός νομίσματος και μόνο, του ευρώ, το οποίο καθιέρωσαν οι ελίτ της Ευρώπης με άνισα όμως συμφέροντα και άνιση εξουσία ως προς την εφαρμογή του. Τα νομίσματα που είναι σε χρήση σε όλο τον κόσμο δεν έχουν καμία αξία χωρίς να υποστηρίζονται από ισχυρή πολιτική εξουσία που τα καθιστά νόμιμους φορείς της καπιταλιστικής ανταλλαγής. Το πρόβλημα με το ευρώ είναι ότι επιχειρεί να επικαλύψει με νομισματική δυναμική μια πολιτική γεωγραφία και έναν πολιτικά κυρίαρχο χώρο που δεν υφίστανται ως τέτοιοι: η αναπαράσταση του χώρου του ευρώ είναι υβριδική, περιορίζεται στις νομισματικές πολιτικές και δεν ταυτίζεται με τον κυριαρχικό χώρο ενός έθνους-κράτους που απολαμβάνουν άλλα διεθνή νομίσματα και ο οποίος εμπεριέχει χώρους πολιτικής και πολιτισμικής εκπροσώπησης. Πριν από την κρίση θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η υβριδικότητα αποτελεί την πρωτοτυπία και τη δύναμη του ευρώ. Όμως μετά την κρίση είναι ξεκάθαρο ότι η ευρωζώνη είναι πολλαπλά ελλειμματική, κι αυτό δεν αφορά μόνο το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα: η ευρωζώνη είναι πολλαπλά ελλειμματική ως προς τη σχέση ανάμεσα στο κυρίαρχο κράτος, τις κυρίαρχες εξουσίες και το κυρίαρχο άτομο, όχι μόνο τους καπιταλιστές, αλλά και ένα λαό με πολίτες που απολαμβάνουν δικαιώματα και μεταξύ αυτών και το κυριαρχικό δικαίωμα της χωροκοινωνικής δικαιοσύνης.
Από αυτή την άποψη, η ευρωζώνη έχει όχι μόνο μια αδύναμη κεντρική τράπεζα που δεν λειτουργεί ως δανειστής ύστατης καταφυγής (όπως είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ), αλλά και πολλές οικονομικές πολιτικές και πολλά ρυθμιστικά συστήματα, ιδιαίτερα για κοινωνικά ζητήματα που αφορούν τις αγορές εργασίας. Το βασικότερο πρόβλημα της ευρωζώνης είναι η χωρική και πολιτική αναπαράσταση των πολιτών, οι οποίοι δεν αυτοαναφέρονται ως «Ευρωπαίοι», αλλά μονάχα ως Γερμανοί, Γάλλοι, Έλληνες, Ισπανοί, Ιρλανδοί κ.ο.κ. Έτσι, με την πρώτη κρίση αναδείχτηκαν εθνικιστικές και ανταγωνιστικές συμπεριφορές, οι οποίες απέχουν αρκετά από την ιδέα της «Ενωμένης Ευρώπης» και από την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Δεύτερον, σύμφωνα με την Νάνσυ Φρέιζερ, ενώ εκείνοι που καθιέρωσαν το ευρώ προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το «βεστφαλιανό» πολιτικο-γεωγραφικό φαντασιακό των οριοθετημένων εθνικών χώρων των πρώην εθνών-κρατών, η καθημερινή λειτουργία της ευρωζώνης, ιδιαίτερα κατά το διάστημα της διαχείρισης της κρίσης, φαίνεται ότι επαναφέρει ισχυροποιημένο αυτό το φαντασιακό. Η σημερινή συζήτηση περί δικαιοσύνης και αλληλεγγύης στην ευρωζώνη γίνεται με την υπόθεση ότι τα πολιτικά και πολιτισμικά σύνορα έχουν ξεπεραστεί -- ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η συζήτηση και κυρίως οι πρακτικές αναπαράγουν το «βεστφαλιανό» πλαίσιο. Ποιοι, ποιες και πού θεωρούνται ότι είναι σήμερα τα υποκείμενα της δικαιοσύνης στην ευρωζώνη;. Κατά το παλαιό βεστφαλιανό πλαίσιο, το ποιος/α και το πού της δικαιοσύνης εμπεριείχαν την οικονομική (κοινωνική και γεωγραφική) αναδιανομή, τη νομική και πολιτισμική αναγνώριση, καθώς και την ισότιμη πολιτική εκπροσώπηση, χαρακτηριστικά που στο σύνολό τους επικαλύπτονται από την κανονιστική αρχή της συμμετοχικής ισοτιμίας των πολιτών σε έναν θεσμικά προσδιορισμένο χώρο. Όμως κανείς και καμιά από εκείνους/ες που μετέχουν σήμερα στην ευρωζώνη δεν απολαμβάνει αυτές τις συνθήκες στο χωρικό επίπεδο της ευρωζώνης. Έχουν ηθική και νομική υπόσταση ως υποκείμενα δικαιοσύνης κυρίως στο πλαίσιο των κυρίαρχων κρατών τους. Αυτό αποτελεί τη δεύτερη σημαντική αντίφαση που αφορά το χώρο και τις κλίμακές του και η οποία λειτουργεί προς όφελος των ισχυρότερων ελίτ και κρατών αλλά και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Τρίτον, η καθιέρωση του ευρώ, παράλληλα με τις άλλες λειτουργίες, χρησιμοποιείται ως μηχανισμός μέσω του οποίου οι παγκόσμιες καπιταλιστικές πιέσεις μετατοπίζονται στις τοπικές αγορές εργασίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Όμως οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, λόγω της περιορισμένης γεωγραφικής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, παραμένουν μια εθνική/περιφερειακή υπόθεση και εξακολουθούν να ρυθμίζονται από νόμους σε εθνικό επίπεδο. Έτσι, παρά τις προσπάθειες των συνδικαλιστικών φορέων να οργανωθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι εθνικοί και περιφερειακοί χώροι παραμένουν τα βασικά πεδία της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, κάτι που αποτελεί μια ακόμα χωρική αντίφαση και αφορά τις πολλαπλές χωρικές κλίμακες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία και πάλι εκμεταλλεύεται για δικό του όφελος το χρηματοπιστωτικό και βιομηχανικό κεφάλαιο. Παρόλο που η ευρωζώνη αποτελεί θεωρητικά τον υπερεθνικό εκείνο χώρο όπου θα κριθεί η ταξική λειτουργία του ευρώ, (όπως γίνεται στα άλλα εθνικά νομίσματα) στην πραγματικότητα αυτό εξελίσσεται σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Από εδώ προκύπτει η αναγκαιότητα για συντριβή της αντίστασης που προβάλλει ο κόσμος της εργασίας στην Ελλάδα, ως ένα είδος τεστ για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, και γι’ αυτό καταδικάζονται οι Έλληνες ως τεμπέληδες και ως Ζορμπάδες που δεν εργάζονται αρκετά.
Αυτή η τριπλή χωροκοινωνική και κατά κλίμακες εκτόπιση της ιδιότητας του πολίτη, της δικαιοσύνης και της ταξικής πάλης, καθιστά δύσκολη --επί του παρόντος-- την αποδοχή εκ μέρους των άλλων πολιτών της ευρωζώνης ενεργειών αλληλεγγύης προς εκείνους που «απέτυχαν» στο Νότο. Επίσης καθιστά δύσκολη την κατανόηση που καλούνται να επιδείξουν οι συνδικαλιστικές ενώσεις και οι φορολογούμενοι της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης για τα προβλήματα «των άλλων» στο Νότο σαν να πρόκειται για «δικά τους» προβλήματα και ακολούθως να οργανώσουν και να συντονίσουν τον αγώνα τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτές οι δυσκολίες μπορεί να αντιστραφούν σε σημαντικά όπλα εάν μπορέσουμε να πείσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους πολίτες της Ε.Ε. ότι η ευρωζώνη δεν είναι μόνο ένα πεδίο κερδοσκοπίας για το κεφάλαιο, αλλά και ένα νέο πεδίο αγώνων για όλους και όλες, στο οποίο καλούμαστε να παλέψουμε τονίζοντας το εναλλακτικό μας όραμα για μια άλλη, περισσότερο δίκαιη, πολιτικά ενοποιημένη, ομόσπονδη Ευρώπη.
Ο Κωστής Χατζημιχάλης διδάσκει στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου
από τα Ενθέματα
Μια κρίσιμη πτυχή της κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια και έχει λιγότερο συζητηθεί είναι οι δυσκολίες στη δόμηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης,
πέρα από τους ψευδεπίγραφους και υποκριτικούς λόγους των πολιτικών, της Ε.Ε., της τρόικας, του ESF κ.λπ. Γιατί οι εργαζόμενοι στην ευρωζώνη, τα συνδικάτα, τα προοδευτικά κόμματα αλλά και συνάδελφοι ακαδημαϊκοί δεν δείχνουν ουσιαστικότερη αλληλεγγύη; Οι αιτίες είναι πολλές και απαιτούν εκτεταμένες αναλύσεις. Βασική συνιστώσα αποτελεί σίγουρα ο λόγος περί της κρίσης και ο χειρισμός του από την αστική προπαγάνδα και τα μέσα ενημέρωσης. Πώς, π.χ., ο λόγος για την κρίση στην ευρωζώνη έχει «αποκαθαρθεί» από ενοχλητικές για το κεφάλαιο και τις ελίτ έννοιες και έχει μεταθέσει την ευθύνη της κρίσης στα θύματα της.
Κάτι που πρέπει να προστεθεί στη παραπάνω συζήτηση είναι η διαπίστωση ότι η ευρωζώνη αποτελεί το πεδίο διαμόρφωσης ενός νέου άνισου χώρου, ο οποίος είναι ζωτικός για την αναπαραγωγή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η ευρωζώνη, ως παραγωγή ενός νέου χώρου, μας αποκρύπτει αρκετές συνέπειες και δημιουργεί σημαντικές αντιφάσεις, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη τη συζήτηση γύρω από τη χωροκοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη και την εφαρμογή της σε επίπεδο ευρωζώνης. Τρεις επισημάνσεις έχουν σημασία.
Πρώτον, η ευρωζώνη αποτελεί μια αναπαράσταση του χώρου ενός νομίσματος και μόνο, του ευρώ, το οποίο καθιέρωσαν οι ελίτ της Ευρώπης με άνισα όμως συμφέροντα και άνιση εξουσία ως προς την εφαρμογή του. Τα νομίσματα που είναι σε χρήση σε όλο τον κόσμο δεν έχουν καμία αξία χωρίς να υποστηρίζονται από ισχυρή πολιτική εξουσία που τα καθιστά νόμιμους φορείς της καπιταλιστικής ανταλλαγής. Το πρόβλημα με το ευρώ είναι ότι επιχειρεί να επικαλύψει με νομισματική δυναμική μια πολιτική γεωγραφία και έναν πολιτικά κυρίαρχο χώρο που δεν υφίστανται ως τέτοιοι: η αναπαράσταση του χώρου του ευρώ είναι υβριδική, περιορίζεται στις νομισματικές πολιτικές και δεν ταυτίζεται με τον κυριαρχικό χώρο ενός έθνους-κράτους που απολαμβάνουν άλλα διεθνή νομίσματα και ο οποίος εμπεριέχει χώρους πολιτικής και πολιτισμικής εκπροσώπησης. Πριν από την κρίση θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η υβριδικότητα αποτελεί την πρωτοτυπία και τη δύναμη του ευρώ. Όμως μετά την κρίση είναι ξεκάθαρο ότι η ευρωζώνη είναι πολλαπλά ελλειμματική, κι αυτό δεν αφορά μόνο το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα: η ευρωζώνη είναι πολλαπλά ελλειμματική ως προς τη σχέση ανάμεσα στο κυρίαρχο κράτος, τις κυρίαρχες εξουσίες και το κυρίαρχο άτομο, όχι μόνο τους καπιταλιστές, αλλά και ένα λαό με πολίτες που απολαμβάνουν δικαιώματα και μεταξύ αυτών και το κυριαρχικό δικαίωμα της χωροκοινωνικής δικαιοσύνης.
Από αυτή την άποψη, η ευρωζώνη έχει όχι μόνο μια αδύναμη κεντρική τράπεζα που δεν λειτουργεί ως δανειστής ύστατης καταφυγής (όπως είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ), αλλά και πολλές οικονομικές πολιτικές και πολλά ρυθμιστικά συστήματα, ιδιαίτερα για κοινωνικά ζητήματα που αφορούν τις αγορές εργασίας. Το βασικότερο πρόβλημα της ευρωζώνης είναι η χωρική και πολιτική αναπαράσταση των πολιτών, οι οποίοι δεν αυτοαναφέρονται ως «Ευρωπαίοι», αλλά μονάχα ως Γερμανοί, Γάλλοι, Έλληνες, Ισπανοί, Ιρλανδοί κ.ο.κ. Έτσι, με την πρώτη κρίση αναδείχτηκαν εθνικιστικές και ανταγωνιστικές συμπεριφορές, οι οποίες απέχουν αρκετά από την ιδέα της «Ενωμένης Ευρώπης» και από την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Δεύτερον, σύμφωνα με την Νάνσυ Φρέιζερ, ενώ εκείνοι που καθιέρωσαν το ευρώ προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το «βεστφαλιανό» πολιτικο-γεωγραφικό φαντασιακό των οριοθετημένων εθνικών χώρων των πρώην εθνών-κρατών, η καθημερινή λειτουργία της ευρωζώνης, ιδιαίτερα κατά το διάστημα της διαχείρισης της κρίσης, φαίνεται ότι επαναφέρει ισχυροποιημένο αυτό το φαντασιακό. Η σημερινή συζήτηση περί δικαιοσύνης και αλληλεγγύης στην ευρωζώνη γίνεται με την υπόθεση ότι τα πολιτικά και πολιτισμικά σύνορα έχουν ξεπεραστεί -- ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η συζήτηση και κυρίως οι πρακτικές αναπαράγουν το «βεστφαλιανό» πλαίσιο. Ποιοι, ποιες και πού θεωρούνται ότι είναι σήμερα τα υποκείμενα της δικαιοσύνης στην ευρωζώνη;. Κατά το παλαιό βεστφαλιανό πλαίσιο, το ποιος/α και το πού της δικαιοσύνης εμπεριείχαν την οικονομική (κοινωνική και γεωγραφική) αναδιανομή, τη νομική και πολιτισμική αναγνώριση, καθώς και την ισότιμη πολιτική εκπροσώπηση, χαρακτηριστικά που στο σύνολό τους επικαλύπτονται από την κανονιστική αρχή της συμμετοχικής ισοτιμίας των πολιτών σε έναν θεσμικά προσδιορισμένο χώρο. Όμως κανείς και καμιά από εκείνους/ες που μετέχουν σήμερα στην ευρωζώνη δεν απολαμβάνει αυτές τις συνθήκες στο χωρικό επίπεδο της ευρωζώνης. Έχουν ηθική και νομική υπόσταση ως υποκείμενα δικαιοσύνης κυρίως στο πλαίσιο των κυρίαρχων κρατών τους. Αυτό αποτελεί τη δεύτερη σημαντική αντίφαση που αφορά το χώρο και τις κλίμακές του και η οποία λειτουργεί προς όφελος των ισχυρότερων ελίτ και κρατών αλλά και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Τρίτον, η καθιέρωση του ευρώ, παράλληλα με τις άλλες λειτουργίες, χρησιμοποιείται ως μηχανισμός μέσω του οποίου οι παγκόσμιες καπιταλιστικές πιέσεις μετατοπίζονται στις τοπικές αγορές εργασίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Όμως οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, λόγω της περιορισμένης γεωγραφικής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, παραμένουν μια εθνική/περιφερειακή υπόθεση και εξακολουθούν να ρυθμίζονται από νόμους σε εθνικό επίπεδο. Έτσι, παρά τις προσπάθειες των συνδικαλιστικών φορέων να οργανωθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι εθνικοί και περιφερειακοί χώροι παραμένουν τα βασικά πεδία της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, κάτι που αποτελεί μια ακόμα χωρική αντίφαση και αφορά τις πολλαπλές χωρικές κλίμακες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία και πάλι εκμεταλλεύεται για δικό του όφελος το χρηματοπιστωτικό και βιομηχανικό κεφάλαιο. Παρόλο που η ευρωζώνη αποτελεί θεωρητικά τον υπερεθνικό εκείνο χώρο όπου θα κριθεί η ταξική λειτουργία του ευρώ, (όπως γίνεται στα άλλα εθνικά νομίσματα) στην πραγματικότητα αυτό εξελίσσεται σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Από εδώ προκύπτει η αναγκαιότητα για συντριβή της αντίστασης που προβάλλει ο κόσμος της εργασίας στην Ελλάδα, ως ένα είδος τεστ για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, και γι’ αυτό καταδικάζονται οι Έλληνες ως τεμπέληδες και ως Ζορμπάδες που δεν εργάζονται αρκετά.
Αυτή η τριπλή χωροκοινωνική και κατά κλίμακες εκτόπιση της ιδιότητας του πολίτη, της δικαιοσύνης και της ταξικής πάλης, καθιστά δύσκολη --επί του παρόντος-- την αποδοχή εκ μέρους των άλλων πολιτών της ευρωζώνης ενεργειών αλληλεγγύης προς εκείνους που «απέτυχαν» στο Νότο. Επίσης καθιστά δύσκολη την κατανόηση που καλούνται να επιδείξουν οι συνδικαλιστικές ενώσεις και οι φορολογούμενοι της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης για τα προβλήματα «των άλλων» στο Νότο σαν να πρόκειται για «δικά τους» προβλήματα και ακολούθως να οργανώσουν και να συντονίσουν τον αγώνα τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτές οι δυσκολίες μπορεί να αντιστραφούν σε σημαντικά όπλα εάν μπορέσουμε να πείσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους πολίτες της Ε.Ε. ότι η ευρωζώνη δεν είναι μόνο ένα πεδίο κερδοσκοπίας για το κεφάλαιο, αλλά και ένα νέο πεδίο αγώνων για όλους και όλες, στο οποίο καλούμαστε να παλέψουμε τονίζοντας το εναλλακτικό μας όραμα για μια άλλη, περισσότερο δίκαιη, πολιτικά ενοποιημένη, ομόσπονδη Ευρώπη.
Ο Κωστής Χατζημιχάλης διδάσκει στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου
από τα Ενθέματα
πηγή: alterthess.gr