Στα ράφια των καταστημάτων με καλλυντικά οι επιθετικοί προσδιορισμοί των προϊόντων καλύπτουν όλη την παλέτα του «πράσινου»: φυτικά, φυσικά, αγνά, οικολογικά, βιολογικά κ.ά. είδη καθαρισμού και περιποίησης βρίσκονται στη διάθεση των καταναλωτών.
Σε ποια περίπτωση, όμως, έχουμε απέναντί μας όντως ένα προϊόν απαλλαγμένο από χημικές ουσίες, με βάση φυτικά ή βιολογικά συστατικά και πότε γινόμαστε εν δυνάμει θύματα του «πράσινου» μάρκετινγκ; «Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι ένα καλλυντικό δεν μπορεί να δημιουργηθεί χωρίς χημική επεξεργασία» διευκρινίζει στην «Κ» ο κ. Πέτρος Σπανός, τεχνολόγος τροφίμων, «δεν μπορούμε, επομένως, να χαρακτηρίζουμε βιολογική μια κρέμα προσώπου όπως ένα τρόφιμο». Παρά, ωστόσο, την απαραίτητη παρεμβολή της χημείας, υπάρχει μεγάλη διαφορά στη σύσταση των «συμβατικών» και των «οικοβιολογικών» ή «οικολογικών» καλλυντικών. Η δεύτερη κατηγορία προϊόντων προϋποτίθεται ότι έχει απαλλαγεί από «βαριά» συντηρητικά, τοξικές χημικές συνθέσεις ή συστατικά που προέρχονται από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Επιπλέον, στα οικολογικά καλλυντικά χρησιμοποιούνται συχνά εκχυλίσματα από φυτά βιολογικής καλλιέργειας.
Προκειμένου να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι, καλούμαστε να αναζητήσουμε το ανάλογο σήμα του πιστοποιητικού οργανισμού ο οποίος έχει ελέγξει τη σύσταση του καλλυντικού πριν βγει στην αγορά. Eλληνικός πιστοποιητικός οργανισμός δεν υπάρχει επί του παρόντος. Ούτε όμως και ενιαίος ευρωπαϊκός, όπως συμβαίνει με τη «μαργαρίτα» των απορρυπαντικών. Επομένως, οι εταιρείες φυτικών καλλυντικών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας λαμβάνουν πιστοποίηση από οργανισμούς του εξωτερικού (ICEA-AIAB, CCPB, Ecocert, Soil Association, BDIH, Ecocontrol), οι οποίοι με τη σειρά τους ακολουθούν συγκεκριμένα πρωτόκολλα, λιγότερο ή περισσότερο αυστηρά. Το Ινστιτούτο Ηθικής και Περιβαλλοντικής Πιστοποιήσης (ΙCEA), για παράδειγμα, απαιτεί τα προϊόντα να είναι ασφαλή και για την υγεία του καταναλωτή και για το περιβάλλον, προκειμένου να τα πιστοποιήσει. «Τους τελευταίους μήνες οι οργανισμοί πιστοποίησης συσκέπτονται προκειμένου να καταλήξουν σε ένα ενιαίο πλαίσιο πιστοποίησης, το οποίο θα ισχύει υπό τη δική τους αιγίδα και όχι της Ε.Ε.» σημειώνει ο κ. Σπανός.
Η απουσία, ωστόσο, νομοθετικού πλαισίου έχει ως συνέπεια να μπορεί κάθε κατασκευαστής να «πρασινίζει» κατά βούληση το προϊόν του. Για να μη μας παραπλανά, λοιπόν, το μάρκεντινγκ, οφείλουμε να διαβάζουμε προσεκτικά τις πρώτες ύλες που αναγράφονται με μικρά γράμματα στο πίσω μέρος της συσκευασίας. Σκευάσματα που περιέχουν parabens, ορυκτέλαια, βαρέα μέταλλα, συνθετικά χρώματα και αρώματα, σιλικόνες και μόρια κολλαγόνου καλό είναι να αποφεύγονται, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται από παιδιά, εγκύους και άτομα με δερματικά προβλήματα ή αλλεργίες σε ορισμένα συστατικά. Συγκεκριμένα, τα parabens, τα οποία μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν ευρέως, ευθύνονται για αλλεργίες και δερματίτιδες, ενώ πραγματοποιούνται επιστημονικές έρευνες για να διαπιστωθεί αν συνδέονται με νεοπλασματικές ασθένειες. Πετρελαιοειδή ή ορυκτέλαια είναι πετροχημικά παράγωγα με χαμηλό μεν κόστος, αλλά πολλές επιπτώσεις στην υγεία. Με τη χρήση προϊόντων που τα περιέχουν τα φωτοευαίσθητα δέρματα γίνονται ακόμα πιο ευάλωτα στον ήλιο, ενώ συχνά προκαλούν εκτεταμένες ξηροδερμίες. Τα συνθετικά αρώματα, που προκύπτουν από δεκάδες χημικές ενώσεις, συνδέονται με πονοκεφάλους, ιλίγγους, δερματικούς ερεθισμούς, βήχα. Οταν μάλιστα είναι προϊόντα φθαλικών ενώσεων, πρόκειται για τοξικές ουσίες που επιβαρύνουν τα νεφρά και τη γονιμότητα. Το ενθαρρυντικό είναι ότι τουλάχιστον τις τρεις αυτές κατηγορίες χημικών έχουν αρχίσει να αφαιρούν ακόμα και «συμβατικές» εταιρείες καλλυντικών κατόπιν άτυπης απαίτησης των καταναλωτών.
Πόσο «ύποπτα» για καρκίνο είναι τα αποσμητικά;
Η σύνδεση του καρκίνου του μαστού με χημικές ουσίες αποσμητικών σώματος συζητείται έντονα τα τελευταία χρόνια. «Το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε με τη δημοσιοποίηση πρόσφατης μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Reading, η οποία παρουσίασε την ύπαρξη των ουσιών parabens (παραβένες) σε δείγματα από σαράντα καρκινικούς όγκους», μας αναφέρει ο ειδικός χειρουργός στην κλινική μαστού του Cambridge στο ΜΗΤΕΡΑ, Βασίλης Πιτσινής. Στην εν λόγω μελέτη ανιχνεύθηκαν χημικές ουσίες parabens, συντηρητικά τα οποία συναντώνται στα περισσότερα καλλυντικά έως σήμερα. «Διερευνήθηκε η ύπαρξη ή όχι πέντε διαφορετικών τύπων parabens σε κακοήθεις όγκους από διάφορα σημεία μαστών σε σαράντα γυναίκες που είχαν υποστεί μαστεκτομή», επισημαίνει ο κ. Πιτσινής. Οι ερευνητές εντόπισαν στο 99% των δειγμάτων χημικές ουσίες parabens. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά καθεαυτά δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι παραβένες προκαλούν καρκίνο του μαστού.
«Η ανάλυση αυτή κρίνεται ανεπαρκής, καθώς εξετάζει δείγματα μόνο από κακοήθεις ιστούς και δεν τα συγκρίνει με αντίστοιχα δείγματα υγιών ιστών», σημειώνει ο κ. Πιτσινής. «Ετσι, όχι μόνο δεν αποδεικνύεται ότι οι παραβένες προκαλούν καρκίνο, αλλά ούτε καν ότι έχουν κάποια σχέση με την ανάπτυξή του. Ενδέχεται, επομένως, οι παραβένες να βρίσκονται στο ίδιο ποσοστό στους ιστούς που έχουν προσβληθεί από καρκίνο, όσο και σε υγιείς ιστούς ή και σε ιστούς ανδρών». Για του λόγου το αληθές, «σε πρότερη μελέτη οι παραβένες βρέθηκαν στο 100% των ούρων στα παιδιά και στις έγκυες γυναίκες. Είναι αξιοπρόσεκτο, ότι επτά από τις γυναίκες της μελέτης δεν είχαν ποτέ στη ζωή τους χρησιμοποιήσει μασχαλιαία αποσμητικά».
Οι ερευνητές του μέλλοντος αναμένεται να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν διά παντός τις υποψίες σχετικά με την καρκινογόνο δράση των παραβενών. Εως τότε οι γυναίκες καλούνται να ελέγξουν τους υπόλοιπους παράγοντες που συνδέονται αποδεδειγμένα με την καρκινογένεση στον μαστό: το αλκοόλ, την παχυσαρκία, το κάπνισμα. «Οι γυναίκες που καταναλώνουν έξι μονάδες (περίπου έξι ποτήρια) αλκοόλ εβδομαδιαίως αυξάνουν κατά 15% τις πιθανότητες», καταλήγει ο κ. Πιτσινής. Εξίσου επιβαρυντικό ρόλο παίζουν η κληρονομικότητα, η τεκνοποίηση σε μεγάλη ηλικία, αλλά και η αποφυγή του μητρικού θηλασμού.
kathimerini.gr
Σε ποια περίπτωση, όμως, έχουμε απέναντί μας όντως ένα προϊόν απαλλαγμένο από χημικές ουσίες, με βάση φυτικά ή βιολογικά συστατικά και πότε γινόμαστε εν δυνάμει θύματα του «πράσινου» μάρκετινγκ; «Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι ένα καλλυντικό δεν μπορεί να δημιουργηθεί χωρίς χημική επεξεργασία» διευκρινίζει στην «Κ» ο κ. Πέτρος Σπανός, τεχνολόγος τροφίμων, «δεν μπορούμε, επομένως, να χαρακτηρίζουμε βιολογική μια κρέμα προσώπου όπως ένα τρόφιμο». Παρά, ωστόσο, την απαραίτητη παρεμβολή της χημείας, υπάρχει μεγάλη διαφορά στη σύσταση των «συμβατικών» και των «οικοβιολογικών» ή «οικολογικών» καλλυντικών. Η δεύτερη κατηγορία προϊόντων προϋποτίθεται ότι έχει απαλλαγεί από «βαριά» συντηρητικά, τοξικές χημικές συνθέσεις ή συστατικά που προέρχονται από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Επιπλέον, στα οικολογικά καλλυντικά χρησιμοποιούνται συχνά εκχυλίσματα από φυτά βιολογικής καλλιέργειας.
Προκειμένου να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι, καλούμαστε να αναζητήσουμε το ανάλογο σήμα του πιστοποιητικού οργανισμού ο οποίος έχει ελέγξει τη σύσταση του καλλυντικού πριν βγει στην αγορά. Eλληνικός πιστοποιητικός οργανισμός δεν υπάρχει επί του παρόντος. Ούτε όμως και ενιαίος ευρωπαϊκός, όπως συμβαίνει με τη «μαργαρίτα» των απορρυπαντικών. Επομένως, οι εταιρείες φυτικών καλλυντικών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας λαμβάνουν πιστοποίηση από οργανισμούς του εξωτερικού (ICEA-AIAB, CCPB, Ecocert, Soil Association, BDIH, Ecocontrol), οι οποίοι με τη σειρά τους ακολουθούν συγκεκριμένα πρωτόκολλα, λιγότερο ή περισσότερο αυστηρά. Το Ινστιτούτο Ηθικής και Περιβαλλοντικής Πιστοποιήσης (ΙCEA), για παράδειγμα, απαιτεί τα προϊόντα να είναι ασφαλή και για την υγεία του καταναλωτή και για το περιβάλλον, προκειμένου να τα πιστοποιήσει. «Τους τελευταίους μήνες οι οργανισμοί πιστοποίησης συσκέπτονται προκειμένου να καταλήξουν σε ένα ενιαίο πλαίσιο πιστοποίησης, το οποίο θα ισχύει υπό τη δική τους αιγίδα και όχι της Ε.Ε.» σημειώνει ο κ. Σπανός.
Η απουσία, ωστόσο, νομοθετικού πλαισίου έχει ως συνέπεια να μπορεί κάθε κατασκευαστής να «πρασινίζει» κατά βούληση το προϊόν του. Για να μη μας παραπλανά, λοιπόν, το μάρκεντινγκ, οφείλουμε να διαβάζουμε προσεκτικά τις πρώτες ύλες που αναγράφονται με μικρά γράμματα στο πίσω μέρος της συσκευασίας. Σκευάσματα που περιέχουν parabens, ορυκτέλαια, βαρέα μέταλλα, συνθετικά χρώματα και αρώματα, σιλικόνες και μόρια κολλαγόνου καλό είναι να αποφεύγονται, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται από παιδιά, εγκύους και άτομα με δερματικά προβλήματα ή αλλεργίες σε ορισμένα συστατικά. Συγκεκριμένα, τα parabens, τα οποία μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν ευρέως, ευθύνονται για αλλεργίες και δερματίτιδες, ενώ πραγματοποιούνται επιστημονικές έρευνες για να διαπιστωθεί αν συνδέονται με νεοπλασματικές ασθένειες. Πετρελαιοειδή ή ορυκτέλαια είναι πετροχημικά παράγωγα με χαμηλό μεν κόστος, αλλά πολλές επιπτώσεις στην υγεία. Με τη χρήση προϊόντων που τα περιέχουν τα φωτοευαίσθητα δέρματα γίνονται ακόμα πιο ευάλωτα στον ήλιο, ενώ συχνά προκαλούν εκτεταμένες ξηροδερμίες. Τα συνθετικά αρώματα, που προκύπτουν από δεκάδες χημικές ενώσεις, συνδέονται με πονοκεφάλους, ιλίγγους, δερματικούς ερεθισμούς, βήχα. Οταν μάλιστα είναι προϊόντα φθαλικών ενώσεων, πρόκειται για τοξικές ουσίες που επιβαρύνουν τα νεφρά και τη γονιμότητα. Το ενθαρρυντικό είναι ότι τουλάχιστον τις τρεις αυτές κατηγορίες χημικών έχουν αρχίσει να αφαιρούν ακόμα και «συμβατικές» εταιρείες καλλυντικών κατόπιν άτυπης απαίτησης των καταναλωτών.
Πόσο «ύποπτα» για καρκίνο είναι τα αποσμητικά;
Η σύνδεση του καρκίνου του μαστού με χημικές ουσίες αποσμητικών σώματος συζητείται έντονα τα τελευταία χρόνια. «Το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε με τη δημοσιοποίηση πρόσφατης μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Reading, η οποία παρουσίασε την ύπαρξη των ουσιών parabens (παραβένες) σε δείγματα από σαράντα καρκινικούς όγκους», μας αναφέρει ο ειδικός χειρουργός στην κλινική μαστού του Cambridge στο ΜΗΤΕΡΑ, Βασίλης Πιτσινής. Στην εν λόγω μελέτη ανιχνεύθηκαν χημικές ουσίες parabens, συντηρητικά τα οποία συναντώνται στα περισσότερα καλλυντικά έως σήμερα. «Διερευνήθηκε η ύπαρξη ή όχι πέντε διαφορετικών τύπων parabens σε κακοήθεις όγκους από διάφορα σημεία μαστών σε σαράντα γυναίκες που είχαν υποστεί μαστεκτομή», επισημαίνει ο κ. Πιτσινής. Οι ερευνητές εντόπισαν στο 99% των δειγμάτων χημικές ουσίες parabens. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά καθεαυτά δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι παραβένες προκαλούν καρκίνο του μαστού.
«Η ανάλυση αυτή κρίνεται ανεπαρκής, καθώς εξετάζει δείγματα μόνο από κακοήθεις ιστούς και δεν τα συγκρίνει με αντίστοιχα δείγματα υγιών ιστών», σημειώνει ο κ. Πιτσινής. «Ετσι, όχι μόνο δεν αποδεικνύεται ότι οι παραβένες προκαλούν καρκίνο, αλλά ούτε καν ότι έχουν κάποια σχέση με την ανάπτυξή του. Ενδέχεται, επομένως, οι παραβένες να βρίσκονται στο ίδιο ποσοστό στους ιστούς που έχουν προσβληθεί από καρκίνο, όσο και σε υγιείς ιστούς ή και σε ιστούς ανδρών». Για του λόγου το αληθές, «σε πρότερη μελέτη οι παραβένες βρέθηκαν στο 100% των ούρων στα παιδιά και στις έγκυες γυναίκες. Είναι αξιοπρόσεκτο, ότι επτά από τις γυναίκες της μελέτης δεν είχαν ποτέ στη ζωή τους χρησιμοποιήσει μασχαλιαία αποσμητικά».
Οι ερευνητές του μέλλοντος αναμένεται να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν διά παντός τις υποψίες σχετικά με την καρκινογόνο δράση των παραβενών. Εως τότε οι γυναίκες καλούνται να ελέγξουν τους υπόλοιπους παράγοντες που συνδέονται αποδεδειγμένα με την καρκινογένεση στον μαστό: το αλκοόλ, την παχυσαρκία, το κάπνισμα. «Οι γυναίκες που καταναλώνουν έξι μονάδες (περίπου έξι ποτήρια) αλκοόλ εβδομαδιαίως αυξάνουν κατά 15% τις πιθανότητες», καταλήγει ο κ. Πιτσινής. Εξίσου επιβαρυντικό ρόλο παίζουν η κληρονομικότητα, η τεκνοποίηση σε μεγάλη ηλικία, αλλά και η αποφυγή του μητρικού θηλασμού.
kathimerini.gr