Οι αιτίες που μας έφεραν ως εδώ και κυρίως «τι πρέπει να κάνουμε;» είναι το αντικείμενο έρευνας της Κρυσταλίας Πατούλη.
Απαντά ο συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης
Να κατανοήσουμε ότι οι κοινωνίες ανθρώπων δημιουργήθηκαν για να λειτουργούν προς όφελος όλων των μελών και όχι για να αποτελέσουν αρένες μέσα στις οποίες θα παγιδευτούν οι αδύναμοι, για να τους ξεκάνουν οι δυνατοί.
Να νιώσουμε ότι όλοι είμαστε κρίκοι της ίδιας αλυσίδας και αν σπάσει κάποιος, θα μείνουμε κι εμείς αιωρούμενοι.
Να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους το ευρύτερο κλειστό σύστημα μέσα στο οποίο ανήκουμε και να πάψουμε να βλέπουμε μόνο το ατομικό μας σύμπαν, να πατάξουμε την ιδιώτευσή μας, να θεσπίσουμε δημόσιο χρόνο από τη ζωή μας ο καθένας στον μικρόκοσμό του, να βάλουμε ξανά στην καθημερινότητά μας την αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη και τον σεβασμό στον άνθρωπο.
Απλά πράγματα. Τα οποία ξεχάσαμε ως ανθρώπινο είδος πλέον, έχοντας παρασυρθεί από μια πλασματική αίσθηση παντοδυναμίας που προσφέρει η τεχνολογία και η εξέλιξη της ζωής και έτσι καταντήσαμε να ζούμε μέσα στις κοινωνίες ως άτομα πια και όχι ως άνθρωποι.
Οφείλουμε να πατάξουμε λοιπόν επιτέλους τον ατομικισμό μας και να σκεφτούμε ότι δίχως τον «άλλον» δεν μπορούμε να ζήσουμε άρα επιβάλλεται να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να υπάρχει δίπλα μας αυτός ο «άλλος».
Οι κοινωνίες πάντα περνούσαν κρίσεις. Είτε από φυσικά αίτια δημιουργημένες είτε τεχνητές. Κάποιες ήταν καθοριστικές αφού κατέστρεψαν τις κοινωνίες, τις οδήγησαν στο ιστορικό τους τέλος. Η ελληνική ύπαιθρος έχει πολλά μικρά και ειδικά παραδείγματα να επιδείξει. Προσωπικά ζω σε ένα χωριό, τη Βολισσό της Χίου, το οποίο κατά τις τελευταίες δεκαετίες ψυχορραγεί. Μερικά χιλιόμετρα πιο βόρεια υπάρχει ένα μικρό πρώην χωριό που έσβησε και χάθηκε ύστερα από την κρίση που δημιούργησαν η δύσκολη διαβίωση στον ορεινό τόπο και η μειωμένη αγροτική παραγωγή αλλά βασικά η εξέλιξη της ζωής και η μετανάστευση κατά τη δεκαετία του 60. Πριν από λίγο καιρό βρήκα τον τελευταίο άνθρωπο που μετανάστευσε από εκεί και του ζήτησα να πάμε μαζί στο ερειπωμένο πλέον χωριό του. Είχε σχεδόν μισόν αιώνα να επιστρέψει. Περπατούσαμε ανάμεσα στα γκρέμια των σπιτιών και αναθυμόταν συγκινημένος, ονομάτιζε ποιος ζούσε εδώ και ποιος εκεί.
Οι άνθρωποι ήταν το παν. Εκτός από ονόματα και ανθρώπινες στιγμές δεν θυμόταν τίποτε άλλο. Κατόπιν μου είπε ότι ο ίδιος δεν ήθελε να φύγει τότε και κρατιόταν με νύχια και με δόντια μαζί με την οικογένειά του στο χωριό, ενώ έβλεπε όλους τους συγχωριανούς του να το αποχαιρετάνε ανταποκρινόμενοι στις σειρήνες που τους καλούσαν μέσα από την αλληλογραφία με τους ήδη μετανάστες συγγενείς τους. Ο «δικός μου» όμως εκεί, δεν έλεγε να φύγει. Ένας ένας φύγανε όλοι και έμεινε τελευταίος. Μια οικογένεια σε ένα άδειο χωριό, το είχαν όλο δικό τους.
«Και τότε», μου λέει «πέσανε όλοι οι ποντικοί και οι όχεντρες μέσα στο δικό μου κελάρι. Και αναγκάστηκα να φύγω κι εγώ». Όσο ζούσανε κι άλλοι άνθρωποι στο χωριό λοιπόν, είτε είχανε έριδες μεταξύ τους είτε συμπάθειες, τα ζιζάνια του βουνού τρώγανε από όλα τα κελάρια, μοιραζόντανε παντού και δεν καταστρέφανε μόνο την παραγωγή του ενός αλλά παίρνανε λίγο απ’ όλους. Σαν έμεινε μόνος όμως, δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους.
Εκείνη τη στιγμή λοιπόν συνειδητοποίησα πως ακόμα και σήμερα ισχύουν όπως ακριβώς ίσχυαν πριν χιλιάδες χρόνια οι λόγοι που ώθησαν τότε τον άνθρωπο να γίνει ων κοινωνικό. Κι αν τους έχουμε «ξεχάσει» ή δεν τους έχουμε αντιληφθεί καν, αυτό δεν πάει να πει πως έχουν εκλείψει. Απεναντίας, έχουν δημιουργηθεί κι άλλοι. Και οι κρίσεις δεν είναι παρά ευκαιρίες για να τους αντιληφθούμε επιτέλους. Και να αλλάξουμε ρότα.