της Αναστασιας Γιαμαλη
Σσσσς… αρχίζει το σόου… Πατέντα φερμένη από την Αυστραλία, μας προειδοποιεί, πριν ξεκινήσει, πως «το πρόγραμμα που ακολουθεί περιέχει τοποθέτηση προϊόντος». Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο για την τοποθέτηση του βουτύρου- χορηγού, αλλά και για τα πιτσιρίκια που με τη συναίνεση, την υπογραφή και, ακόμη χειρότερα, τις ευλογίες των γονιών τους χρησιμοποιούνται ως αναλώσιμα σε μια βιομηχανία θεάματος που δεν έχει φραγμό, πολλώ δε μάλλον όταν αφορά παραγωγές μηδενικού κόστους. Είκοσι χιλιάδες ανήλικα, ή μάλλον είκοσι χιλιάδες οικογένειες, δήλωσαν συμμετοχή στο παιδικό ριάλιτι Junior Masterchef του MEGA, με την ελπίδα να επιλεγεί το βλαστάρι τους και να λύσουν το ατομικό τους πρόβλημα ανάμεσα σε φινόκιο, ραντίτσιο και πουρέ σελινόριζας, σε μια κοινωνία αλλοτριωμένη και αποδιοργανωμένη.
Οι μικροί «σεφ», τρομακτικά όμοιοι με τους μεγάλους, μας φέρνουν σε αμηχανία, καθώς δεν μπορούμε να εντοπίσουμε κατά πόσον η μικρομέγαλη φρασεολογία τους είναι αποτέλεσμα μιμητισμού, δασκαλέματος της μαμάς ή, ακόμα χειρότερα, ζουν σε μια πλαστή πραγματικότητα. Τους ακούμε λοιπόν να μιλάνε για το κοτόπουλο που «έχουν ξαναδουλέψει» σαν «υλικό», ενώ είναι ικανοί να αναγνωρίζουν τον πουρέ μάνγκο, κουνουπιδιού κ.ο.κ., με βάση «το άρωμα και την υφή» τους… Πρόκειται για παιδιά από 10 έως 12 ετών που με περισσή άνεση, «σαν έτοιμα από καιρό», πιάνουν τις κουτάλες, τα μαχαίρια και τα λοιπά κουζινικά και σωτάρουν, πανάρουν, γλασάρουν υπό συνθήκες πίεσης, μέχρις ότου να μείνει μόνο ένα, το οποίο «θα αναδειχθεί στον πρώτο έλληνα junior masterchef». Ωρύονται μπροστά από τα τσουκάλια, ανάμεσα σε οστρακοειδή και τσέρκια, για να φτιάξουν πιάτα που κάνουν τους συνομηλίκους τους να αναγουλιάζουν στην καλύτερη των περιπτώσεων, όπως φιλέτο γλώσσας με μους ρεβυθιού και σπαγγέτι θαλασσινών ή κάτι απλό όπως η πανακότα μαστίχας με στρέτζελ βανίλιας… (Τι είναι το «στρέτζελ» δεν ξέρω, θα ρωτήσω το δίχρονο βαφτιστήρι μου, ίσως να το χει δει στην «Πάτι» ή να πόσταρε σχετικά κανένας φίλος του στο facebook…).
Οι μικροί παίκτες, το είπαμε, πρέπει να ικανοποιήσουν τη φαμίλια τους την οποία εκπροσωπούν και η οποία εγκληματεί στέλνοντας τα εκεί, να προβάλλουν το «άγουρο» εγώ τους στο οποίο φρόντισαν οι γονείς να εσωτερικεύσουν όλες τις παθογένειες του συστήματος, που μπροστά σε φώτα και κάμερες μεγεθύνονται αλλάζοντας κλίμακα. Ο πάντα παρών «Μεγάλος Άλλος» του Λακάν, ο μόνιμα παρών παρατηρητής που ενσωματώνει όλες τις κοινωνικές διαδικασίες, είναι περισσότερο παρών παρά ποτέ στο στούντιο, πιέζοντας τους μικρούς σεφ να είναι περισσότερο σεφ παρά παιδιά. Έτσι, οι συμμετέχοντες γίνονται βορά στο πανελλήνιο, προς χάριν μιας καριέρας που φαντάζει μάλλον χλωμή. Αξέχαστα θα μείνουν τα δάκρυα της μάνας όταν δοκίμασε τους ψαροκεφτέδες της κόρης…
Είναι προκλητικό, σε μια Ελλάδα στην οποία επιστρέφουν τα συσσίτια στα σχολεία, το παιδί του άνεργου να βλέπει τον μικρό Αγαμέμνονα, να μαγειρεύει καραβίδες και αστακούς, ενώ εκείνο είχε για μεσημεριανό τη γαρνιτούρα του πιάτου. Από την άλλη, μπορεί πάντα να αγοράσει κάποιο από τα τρία ομότιτλα επιτραπέζια και να φάει τον αστακό από πλαστελίνη.
Είναι δύσκολο να αλλάξουμε ζωή αν δεν αλλάξουμε όνειρα. Αλλά, όλα κι όλα , το σύστημα έχει προβλέψει τα πάντα· οι σημερινοί παραγωγικοί εικοσιπεντάρηδες είναι άνεργοι, γενιά χαμένη δηλαδή, οι αμέσως επόμενοι δεκαεφτάρηδες ασχολούνται με το facebook αποδεικνύοντας με φωτογραφικά ντοκουμέντα πως πήγαν ακόμη και μέχρι το περίπτερο, και η επόμενη γενιά των δεκάχρονων αναπαράγει τη ματαιοδοξία της μαμάς και της κοινωνίας. Η σάλτσα μπισκ όμως δεν έδεσε και το σύστημα απέτυχε.
Η Αναστασία Γιάμαλη είναι δημοσιογράφος
πηγή: alterthess.gr