Ένας τελειόφοιτος της Ψυχολογίας έπρεπε να κάνει μια εργασία για τα δυνατά συναισθήματα. Ο επιβλέπων καθηγητής του συνέστησε να αποφύγει τους ανθρώπους των πόλεων, πολλά λόγια και λίγη ουσία και να ψάξει για πηγές στην ύπαιθρο. Μια και δυο, παίρνει τα βουνά και σ` ένα χωριό στην Πίνδο εντοπίζει ένα γεροντάκι που καθόταν μοναχό του.
-Γεια σου παππού... μπλα μπλα μπλα ...θυμάσαι να μου πεις μια φορά που να σου `τύχε κάτι και να χάρηκες ΠΟΛΥ;
Ο γερακος σκέφτεται, σκέφτεται...
-Μια φορά, πριν πολλά χρόνια ένας γείτονας-Θεός σχωρεστον -έχασε ένα πρόβατο στο βουνό. Μαζευτήκαμε λοιπόν καμία δεκαριά νοματαίοι, βγήκαμε στο βουνό, βρήκαμε το πρόβατο, το γαμήσαμε και το φέραμε πίσω.
(-Αυτό δεν μπαίνει στην εργασία...για να ξαναδοκιμάσω)
-ωραία...μήπως θυμάσαι καμιά ΑΛΛΗ φορά, που να `γίνε κάτι ΑΛΛΟ και να χάρηκες ΠΟΛΥ;
Ξανασκέφτεται ο γερακος....
-Μια άλλη φορά, ένας άλλος γείτονας-Θεός σχωρεστον κι αυτόν-έχασε την κόρη του στο βουνό. Ε, μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά άντρες, βγήκαμε στο βουνό, ψάξαμε, τη βρήκαμε, τη γαμήσαμε και τη φέραμε πίσω.
(-σε λάθος κατεύθυνση ψάχνω, ας αλλάξω θέμα)
-ωραία, παππού...τώρα να σε ρωτήσω κάτι άλλο...θυμάσαι να μου πεις αν σου έτυχε ποτέ τίποτα που να ντράπηκες ΠΟΛΥ;;;
Ο γερακος πέφτει σε βαθιά περισυλλογή...το βλέμμα χαμηλωμένο...και τελικά, με ύφος μεγάλης ένοχης,:
.
.
-Μια φορά χάθηκα στο βουνό.................