Το φάντασμα του χρέους στοιχειώνει τώρα την Ευρώπη. Ολοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες τρέμουν μπροστά του και για να εξορκίσουν το δαίμονα βάζουν τις οικονομίες τους σε ακόμη πιο μεγάλη δοκιμασία.
Αυτό όμως δεν φαίνεται να αποδίδει. Οι οικονομίες τους εξακολουθούν να βουλιάζουν, τη στιγμή που το χρέος συνεχίζει να διογκώνεται. Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υποβάθμισε πρόσφατα το αξιόχρεο εννέα χωρών-μελών της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, ενώ πιθανότατα να ακολουθήσει και η Βρετανία. Η εξήγηση αυτής της μαζικής υποβάθμισης είναι φανερή σε οποιονδήποτε που δεν είναι τυφλωμένος. Εάν επιδιώκεις να συρρικνώσεις το ΑΕΠ σου, η αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι καταδικασμένη να αυξηθεί.
Ο μοναδικός τρόπος για να μειώσεις το χρέος του (πέραν της πτώχευσης) είναι να βάλεις την οικονομία στο δρόμο της ανάπτυξης. Ο φόβος του χρέους είναι ριζωμένος στην ανθρώπινη φύση, έτσι η πολιτική που έχει ως στόχο την εξάλειψη του χρέους φαίνεται σωστή στο μέσο πολίτη.
Ο καθένας ξέρει τι σημαίνει οικονομικό χρέος: χρήματα που οφείλονται και τα οποία τις περισσότερες φορές είναι δανεισμένα. Το να χρωστά κάποιος προκαλεί αγωνία στην περίπτωση που δεν είναι βέβαιος ότι δεν θα καταφέρει να εξοφλήσει τα χρέη στην ώρα του. Αυτή ακριβώς η αγωνία απεικονίζεται και στο εθνικό χρέος – στο χρέος δηλ. που οφείλει μια κυβέρνηση στους πιστωτές της.
Με ποιον τρόπο, διερωτάται ο λαός, θα καταφέρουν οι κυβερνήσεις να αποπληρώσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια που χρωστούν; Οπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον: «Το κρατικό χρέος μοιάζει με το χρέος των πιστωτικών καρτών και θα πρέπει να αποπληρωθεί». Αμέσως μετά ακολουθεί το επόμενο στάδιο: για να αποπληρώσει ή τουλάχιστον να μειώσει το εθνικό χρέος, η κυβέρνηση θα πρέπει να περιορίσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα, επειδή όταν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα έσοδα, επιβαρύνεται συνεχώς το εθνικό χρέος.
Πράγματι, εάν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να λάβει μέτρα, το εθνικό χρέος θα καταστεί μη βιώσιμο. Ανάλογη είναι και η σχέση ανάμεσα στο εθνικό χρέος και στο χρέος ενός νοικοκυριού. Ο θάνατός μου δεν εξαλείφει το χρέος μου, σκέφτεται ο απλός πολίτης, και το πρώτο πράγμα που θα ζητήσουν οι πιστωτές ως αποζημίωση είναι το σύνολο της περιουσίας που σκόπευα να αφήσω στα παιδιά μου. Παρομοίως, ένα χρέος που παραμένει απλήρωτο επί μακρόν από μία κυβέρνηση επιβαρύνει τις μελλοντικές γενιές. Μπορεί να απολάμβανα τα οφέλη της κυβερνητικής γενναιοδωρίας, όμως τα παιδιά μου θα πρέπει να εξοφλήσουν τα χρέη.
Γι’ αυτό το λόγο, η μείωση του ελλείμματος βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της δημοσιονομικής πολιτικής των περισσότερων κυβερνήσεων. Μια κυβέρνηση με ένα «αξιόπιστο» σχέδιο «δημοσιονομικής προσαρμογής» έχει υποτίθεται λιγότερες πιθανότητες να κηρύξει στάση πληρωμής του χρέους της ή να το αφήσει για να το αποπληρώσει στο μέλλον. Αυτό, εκτιμάται, θα δώσει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να δανειστεί χρήματα πιο φθηνά απ’ ό,τι θα μπορούσε να το κάνει σε διαφορετική περίπτωση, μειώνοντας σε αντάλλαγμα τα επιτόκια για τους ιδιώτες δανειολήπτες, σε μία κίνηση που θα μπορούσε να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, η δημοσιονομική σταθεροποίηση είναι η «βασιλική οδός» για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αυτό, το επίσημο δόγμα των πλέον ανεπτυγμένων χωρών σήμερα, ενέχει τουλάχιστον πέντε μεγάλα σφάλματα, τα οποία περνούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους απαρατήρητα, επειδή όλο το σκεπτικό είναι πολύ εύλογο.
Πρώτον, οι κυβερνήσεις, σε αντίθεση με τους ιδιώτες επενδυτές, δεν χρειάζεται να «αποπληρώνουν» τα χρέη τους. Η κυβέρνηση μιας χώρας με τη δική της κεντρική τράπεζα και το δικό της νόμισμα μπορεί απλά να συνεχίσει να δανείζεται τυπώνοντας τα χρήματα που έχει δανειστεί. Αυτό δεν αληθεύει για τις χώρες της Ευρωζώνης. Ομως, από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών δεν πρέπει να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Εάν οι ξένοι πιστωτές τους τις πιέσουν υπερβολικά, τότε αυτές απλά θα χρεοκοπήσουν. Η χρεοκοπία είναι κάτι κακό, όμως η ζωή μετά τη χρεοκοπία συνεχίζεται όπως και πριν.
Δεύτερον, η ηθελημένη μείωση του ελλείμματος δεν αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για μια κυβέρνηση να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της. Η μείωση του ελλείμματος σε μια δοκιμαζόμενη οικονομία ανοίγει το δρόμο όχι για την ανάκαμψη αλλά για τη συρρίκνωση, επειδή σημαίνει μείωση του εθνικού εισοδήματος από το οποίο εξαρτώνται τα κυβερνητικά έσοδα. Η μέθοδος αυτή θα δυσκολέψει, παρά θα διευκολύνει την προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος. Ηδη, η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να δανειστεί 112 δισ. στερλίνες (172 δισ. δολάρια) περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι είχε αρχικά προγραμματίσει όταν ανακοίνωνε το σχέδιο μείωσης του ελλείμματος τον Ιούνιο του 2010.
Τρίτον, το εθνικό χρέος δεν αποτελεί καθαρό βάρος για τις επόμενες γενιές. Ακόμη και στην περίπτωση που οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων, αυτό δεν είναι παρά μεταβιβάσεις από τους φορολογουμένους προς τους ομολογιούχους. Αυτό ενδεχομένως να έχει ανεπιθύμητες επιπτώσεις σε επίπεδο αναδιανομής.
Ομως, προσπαθώντας να το μειώσει εδώ και τώρα, θα επιβαρύνει τις μελλοντικές γενιές: τα έσοδα θα μειωθούν αυτομάτως, τα κέρδη θα περιοριστούν, τα συνταξιοδοτικά ταμεία θα συρρικνωθούν, τα επενδυτικά σχέδια θα ακυρωθούν ή θα αναβληθούν, ενώ θα σταματήσει κάθε κατασκευαστική δραστηριότητα σε κατοικίες, ξενοδοχεία και σχολεία. Οι μελλοντικές γενεές θα είναι σε χειρότερη οικονομική θέση, καθώς θα χάσουν ενεργητικό που θα διέθεταν σε διαφορετική περίπτωση.
Τέταρτον, δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στο μέγεθος του εθνικού χρέους και στην τιμή που μια κυβέρνηση θα πρέπει να πληρώσει για τη χρηματοδότησή του. Τα επιτόκια που πληρώνουν η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γερμανία για το εθνικό χρέος τους είναι εξίσου χαμηλά, παρά τις τεράστιες διαφορές στα επίπεδα του χρέους τους και στις δημοσιονομικές πολιτικές.
Τέλος, το χαμηλό κόστος δανεισμού για τις κυβερνήσεις δεν μειώνει αυτομάτως το κόστος κεφαλαίου για τον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς, οι εταιρικοί δανειολήπτες δεν δανείζονται με επιτόκιο απαλλαγμένο ρίσκου, όπως συμβαίνει με τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, και η εμπειρία έχει δείξει ότι η νομισματική επέκταση μπορεί μεν να οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού στο κρατικό χρέος, όμως έχει ανεπαίσθητη επίδραση στα νέα τραπεζικά δάνεια προς επιχειρήσεις ή νοικοκυριά.
Στην πραγματικότητα, γίνεται το αντίστροφο: ο λόγος για τον οποίο τα επιτόκιο του κρατικού χρέους στη Βρετανία και αλλού είναι τόσο χαμηλά είναι επειδή τα επιτόκια των δανείων του ιδιωτικού τομέα είναι τόσο υψηλά.
Οπως ακριβώς το φάντασμα του κομμουνισμού που στοίχειωνε την Ευρώπη στο γνωστό μανιφέστο του Καρλ Μαρξ, έτσι και σήμερα οι κυβερνήσεις της Γηραιάς Ευρώπης έχουν συνασπιστεί σε μια ιερή συμμαχία για να εξορκίσουν το φάντασμα του εθνικού χρέους. Ομως, οι πολιτικοί που έχουν ως στόχο την εξάλειψη του χρέους, δεν θα πρέπει να ξεχνούν ένα άλλο γνωστό φάντασμα – το φάντασμα της επανάστασης.
www.project-syndicate.org